ταυτολογία

ταυτολογία
η / ταὐτολογία, ΝΜΑ [ταὐτολόγος]
το να λέει κανείς τα ίδια πράγματα
νεοελλ.
1. (λογ.) πρόταση τής οποίας το υποκείμενο και το κατηγορούμενο είναι ή εκφράζουν ίδια έννοια, όπως λ.χ. φως είναι αυτό που φωτίζει
2. (συμβολ. λογ.) πρόταση η οποία, στο πλαίσιο ενός τυπικού συστήματος, είναι αληθής όπως και αν ερμηνευθεί, όπως λ.χ. εάν xείναι κόκκινο, τότε το xείναι έγχρωμο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ταὐτολογία — ταὐτολογίᾱ , ταὐτολογία fem nom/voc/acc dual ταὐτολογίᾱ , ταὐτολογία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταὐτολογίᾳ — ταὐτολογίᾱͅ , ταὐτολογία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταυτολογία — η η επανάληψη έννοιας με την ίδια λέξη ή με συνώνυμες: Το «θερμό είναι ό,τι μας δίνει το αίσθημα της θερμότητας» είναι ταυτολογία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταὐτολογίας — ταὐτολογίᾱς , ταὐτολογία fem acc pl ταὐτολογίᾱς , ταὐτολογία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταὐτολογίαν — ταὐτολογίᾱν , ταὐτολογία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταυτολογικός — ή, ό, Ν [ταυτολογία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ταυτολογία. επίρρ... ταυτολογικώς / ταὐτολογικῶς ΝΜ, και ταυτολογικά Ν με ταυτολογία …   Dictionary of Greek

  • Tautology (logic) — In propositional logic, a tautology (from the Greek word ταυτολογία) is a propositional formula that is true under any possible valuation (also called a truth assignment or an interpretation) of its propositional variables. For example, the… …   Wikipedia

  • Тавтология — (греч. ταυτολογία от ταύτό или λέγείν говорить то же самое) термин стилистики, означающей ненужное повторение. Особенно часто название Т. применяется там, где мы имеем дело с повторением слов одного корня. От плеоназма (см.) Т. отличается тем,… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Doppelt gemoppelt — Der Ausdruck Tautologie (griech. ταυτολογία „Dasselbe Sagen“) bezeichnet in der Stilistik und Rhetorik eine rhetorische Figur, bei der mit einer inhaltlichen Wiederholung (semantischen Redundanz) gearbeitet wird. Ein Gegenbegriff zu Tautologie… …   Deutsch Wikipedia

  • Tautologie — (griech. ταυτολογία, „dasselbe Sagendes“; Adjektiv tautologisch) steht für: Tautologie (Logik), eine Aussage, die, unabhängig vom Wahrheitswert der zugrunde liegenden Bestandteile, immer wahr ist (z. B.: „Es regnet oder es regnet nicht.“).… …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”